Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

χειροήθης
χειροῖν
χειροκρατίᾱ
χειροκρατικός
χειροκτύπος
χειρόμακτρον
χειρομύλη
χειρονομέω
χειρόομαι
χειροπληθής
χειροποιέομαι
χειροποίητος
χειρότερος
χειροτέχνης
χειροτεχνίᾱ
χειροτεχνικός
χειροτονέω
χειροτονητός
χειροτονίᾱ
χειρότονος
χειρουργέω
View word page
χειροποιέομαι
χειροποιέομαιmid.contr.vb use one's hand to performan actS.

ShortDef

perpetrate with one's own hand

Debugging

Headword:
χειροποιέομαι
Headword (normalized):
χειροποιέομαι
Headword (normalized/stripped):
χειροποιεομαι
IDX:
19960
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-19961
Key:
χειροποιέομαι

Data

{'headword_display': '<b>χειροποιέομαι</b>', 'content': "<VE><vHG><HL>χειροποιέομαι</HL><PS>mid.contr.vb</PS></vHG> <vS1> <Tr>use one's hand to perform</Tr><Obj>an act<Au>S.</Au></Obj> </vS1> </VE>", 'key': 'χειροποιέομαι'}