Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

χειρόγραφον
χειροδάικτος
χειρόδεικτος
χειροδίκης
χειροδράκων
χειροήθης
χειροῖν
χειροκρατίᾱ
χειροκρατικός
χειροκτύπος
χειρόμακτρον
χειρομύλη
χειρονομέω
χειρόομαι
χειροπληθής
χειροποιέομαι
χειροποίητος
χειρότερος
χειροτέχνης
χειροτεχνίᾱ
χειροτεχνικός
View word page
χειρό-μακτρον
χειρό-μακτρονου
Aeol.χερρόμακτρονω
nμάσσω
hand-wiperhandkerchief, napkinHdt. X. app.head-scarfSapph. Hdt.

ShortDef

a cloth for wiping the hands, a towel, napkin

Debugging

Headword:
χειρόμακτρον
Headword (normalized):
χειρόμακτρον
Headword (normalized/stripped):
χειρομακτρον
IDX:
19955
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-19956
Key:
χειρόμακτρον

Data

{'headword_display': '<b>χειρό-μακτρον</b>', 'content': '<NE><HG><HL>χειρό-μακτρον</HL><Infl>ου</Infl><DL><Lbl>Aeol.</Lbl><FmHL>χερρόμακτρον</FmHL><DInfl><FmInfl>ω</FmInfl></DInfl></DL><PS>n</PS><Ety><Ref>μάσσω</Ref></Ety></HG> <nS1><Def>hand-wiper</Def><Tr>handkerchief, napkin</Tr><Au>Hdt. X.</Au></nS1> <nS1><Qualif>app.</Qualif><Tr>head-scarf</Tr><Au>Sapph. Hdt.</Au></nS1></NE>', 'key': 'χειρόμακτρον'}