Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

χειριστής
χείριστος
χειρόγραφον
χειροδάικτος
χειρόδεικτος
χειροδίκης
χειροδράκων
χειροήθης
χειροῖν
χειροκρατίᾱ
χειροκρατικός
χειροκτύπος
χειρόμακτρον
χειρομύλη
χειρονομέω
χειρόομαι
χειροπληθής
χειροποιέομαι
χειροποίητος
χειρότερος
χειροτέχνης
View word page
χειροκρατικός
χειροκρατικόςή όνadjof a tendencytowards rule by forcePlb.

ShortDef

using the right of might

Debugging

Headword:
χειροκρατικός
Headword (normalized):
χειροκρατικός
Headword (normalized/stripped):
χειροκρατικος
IDX:
19953
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-19954
Key:
χειροκρατικός

Data

{'headword_display': '<b>χειροκρατικός</b>', 'content': '<AE><HG><HL>χειροκρατικός</HL><Infl>ή όν</Infl><PS>adj</PS></HG><aS1><Indic>of a tendency</Indic><Tr>towards rule by force</Tr><Au>Plb.</Au></aS1></AE>', 'key': 'χειροκρατικός'}