Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

χειρίζω
χείριος
χειρῑ́ς
χειρισμός
χειριστής
χείριστος
χειρόγραφον
χειροδάικτος
χειρόδεικτος
χειροδίκης
χειροδράκων
χειροήθης
χειροῖν
χειροκρατίᾱ
χειροκρατικός
χειροκτύπος
χειρόμακτρον
χειρομύλη
χειρονομέω
χειρόομαι
χειροπληθής
View word page
χειρο-δράκων
χειρο-δράκωνοντοςmasc.fem.adj of Erinyeswith serpent-coiled armsE.

ShortDef

with serpent arms

Debugging

Headword:
χειροδράκων
Headword (normalized):
χειροδράκων
Headword (normalized/stripped):
χειροδρακων
IDX:
19949
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-19950
Key:
χειροδράκων

Data

{'headword_display': '<b>χειρο-δράκων</b>', 'content': '<AE><HG><HL>χειρο-δράκων</HL><Infl>οντος</Infl><PS>masc.fem.adj</PS></HG> <aS1><Indic>of Erinyes</Indic><Tr>with serpent-coiled arms</Tr><Au>E.</Au></aS1> </AE>', 'key': 'χειροδράκων'}