Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

χειρί
χειριδωτός
χειρίζω
χείριος
χειρῑ́ς
χειρισμός
χειριστής
χείριστος
χειρόγραφον
χειροδάικτος
χειρόδεικτος
χειροδίκης
χειροδράκων
χειροήθης
χειροῖν
χειροκρατίᾱ
χειροκρατικός
χειροκτύπος
χειρόμακτρον
χειρομύλη
χειρονομέω
View word page
χειρό-δεικτος
χειρό-δεικτοςονadjδείκνῡμι of fulfilled oraclesable to be pointed toas proof of the gods' infallibilityS.

ShortDef

manifest

Debugging

Headword:
χειρόδεικτος
Headword (normalized):
χειρόδεικτος
Headword (normalized/stripped):
χειροδεικτος
IDX:
19947
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-19948
Key:
χειρόδεικτος

Data

{'headword_display': '<b>χειρό-δεικτος</b>', 'content': "<AE><HG><HL>χειρό-δεικτος</HL><Infl>ον</Infl><PS>adj</PS><Ety><Ref>δείκνῡμι</Ref></Ety></HG> <aS1><Indic>of fulfilled oracles</Indic><Tr>able to be pointed to<Expl>as proof of the gods' infallibility</Expl></Tr><Au>S.</Au></aS1> </AE>", 'key': 'χειρόδεικτος'}