Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

χειραπτάζω
χειρί
χειριδωτός
χειρίζω
χείριος
χειρῑ́ς
χειρισμός
χειριστής
χείριστος
χειρόγραφον
χειροδάικτος
χειρόδεικτος
χειροδίκης
χειροδράκων
χειροήθης
χειροῖν
χειροκρατίᾱ
χειροκρατικός
χειροκτύπος
χειρόμακτρον
χειρομύλη
View word page
χειρο-δάικτος
χειρο-δάικτοςονadjδαΐζω of sacrificial victimstorn apart by handS.

ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
χειροδάικτος
Headword (normalized):
χειροδάικτος
Headword (normalized/stripped):
χειροδαικτος
IDX:
19946
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-19947
Key:
χειροδάικτος

Data

{'headword_display': '<b>χειρο-δάικτος</b>', 'content': '<AE><HG><HL>χειρο-δάικτος</HL><Infl>ον</Infl><PS>adj</PS><Ety><Ref>δαΐζω</Ref></Ety></HG> <aS1><Indic>of sacrificial victims</Indic><Tr>torn apart by hand</Tr><Au>S.</Au></aS1> </AE>', 'key': 'χειροδάικτος'}