Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

χειραγωγός
χειραπτάζω
χειρί
χειριδωτός
χειρίζω
χείριος
χειρῑ́ς
χειρισμός
χειριστής
χείριστος
χειρόγραφον
χειροδάικτος
χειρόδεικτος
χειροδίκης
χειροδράκων
χειροήθης
χειροῖν
χειροκρατίᾱ
χειροκρατικός
χειροκτύπος
χειρόμακτρον
View word page
χειρό-γραφον
χειρό-γραφονουnχείργράφω document written in one's own handPlb.

ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
χειρόγραφον
Headword (normalized):
χειρόγραφον
Headword (normalized/stripped):
χειρογραφον
IDX:
19945
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-19946
Key:
χειρόγραφον

Data

{'headword_display': '<b>χειρό-γραφον</b>', 'content': "<NE><HG><HL>χειρό-γραφον</HL><Infl>ου</Infl><PS>n</PS><Ety><Ref>χείρ</Ref><Ref>γράφω</Ref></Ety></HG> <nS1><Tr>document written in one's own hand</Tr><Au>Plb.</Au></nS1></NE>", 'key': 'χειρόγραφον'}