Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

χείρ
χειραγωγέω
χειραγωγός
χειραπτάζω
χειρί
χειριδωτός
χειρίζω
χείριος
χειρῑ́ς
χειρισμός
χειριστής
χείριστος
χειρόγραφον
χειροδάικτος
χειρόδεικτος
χειροδίκης
χειροδράκων
χειροήθης
χειροῖν
χειροκρατίᾱ
χειροκρατικός
View word page
χειριστής
χειριστήςοῦm directorof military operations or sim.Plb.

ShortDef

manager, administrator

Debugging

Headword:
χειριστής
Headword (normalized):
χειριστής
Headword (normalized/stripped):
χειριστης
IDX:
19943
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-19944
Key:
χειριστής

Data

{'headword_display': '<b>χειριστής</b>', 'content': '<NE><HG><HL>χειριστής</HL><Infl>οῦ</Infl><PS>m</PS></HG> <nS1><Tr>director<Expl>of military operations or sim.</Expl></Tr><Au>Plb.</Au></nS1></NE>', 'key': 'χειριστής'}