Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

χειμερίζω
χειμερινός
χειμέριος
χειμών
χειμωνοτύπος
χείρ
χειραγωγέω
χειραγωγός
χειραπτάζω
χειρί
χειριδωτός
χειρίζω
χείριος
χειρῑ́ς
χειρισμός
χειριστής
χείριστος
χειρόγραφον
χειροδάικτος
χειρόδεικτος
χειροδίκης
View word page
χειριδωτός
χειριδωτόςόνadjχειρῑ́ς of tunicsfurnished with sleevessleevedHdt.

ShortDef

having sleeves, sleeved

Debugging

Headword:
χειριδωτός
Headword (normalized):
χειριδωτός
Headword (normalized/stripped):
χειριδωτος
IDX:
19938
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-19939
Key:
χειριδωτός

Data

{'headword_display': '<b>χειριδωτός</b>', 'content': '<AE><HG><HL>χειριδωτός</HL><Infl>όν</Infl><PS>adj</PS><Ety><Ref>χειρῑ́ς</Ref></Ety></HG> <aS1><Indic>of tunics</Indic><Def>furnished with sleeves</Def><Tr>sleeved</Tr><Au>Hdt.</Au></aS1> </AE>', 'key': 'χειριδωτός'}