Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

χειμασίᾱ
χειμασκέω
χειμερίζω
χειμερινός
χειμέριος
χειμών
χειμωνοτύπος
χείρ
χειραγωγέω
χειραγωγός
χειραπτάζω
χειρί
χειριδωτός
χειρίζω
χείριος
χειρῑ́ς
χειρισμός
χειριστής
χείριστος
χειρόγραφον
χειροδάικτος
View word page
χειρ-απτάζω
χειρ-απτάζωvbἅπτω touch with one's handhandlea corpseHdt.

ShortDef

to touch with the hand, take in hand, handle

Debugging

Headword:
χειραπτάζω
Headword (normalized):
χειραπτάζω
Headword (normalized/stripped):
χειραπταζω
IDX:
19936
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-19937
Key:
χειραπτάζω

Data

{'headword_display': '<b>χειρ-απτάζω</b>', 'content': "<VE><vHG><HL>χειρ-απτάζω</HL><PS>vb</PS><Ety><Ref>ἅπτω</Ref></Ety></vHG> <vS1> <Def>touch with one's hand</Def><Tr>handle</Tr><Obj>a corpse<Au>Hdt.</Au></Obj> </vS1> </VE>", 'key': 'χειραπτάζω'}