Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

χειμάρροος
χειμασίᾱ
χειμασκέω
χειμερίζω
χειμερινός
χειμέριος
χειμών
χειμωνοτύπος
χείρ
χειραγωγέω
χειραγωγός
χειραπτάζω
χειρί
χειριδωτός
χειρίζω
χείριος
χειρῑ́ς
χειρισμός
χειριστής
χείριστος
χειρόγραφον
View word page
χειρ-αγωγός
χειρ-αγωγόςοῦm one who leads by the handguidefor a blind manNT.

ShortDef

one that leads by the hand, a leader, guide

Debugging

Headword:
χειραγωγός
Headword (normalized):
χειραγωγός
Headword (normalized/stripped):
χειραγωγος
IDX:
19935
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-19936
Key:
χειραγωγός

Data

{'headword_display': '<b>χειρ-αγωγός</b>', 'content': '<NE><HG><HL>χειρ-αγωγός</HL><Infl>οῦ</Infl><PS>m</PS></HG> <nS1><Def>one who leads by the hand</Def><nS2><Tr>guide<Expl>for a blind man</Expl></Tr><Au>NT.</Au></nS2></nS1></NE>', 'key': 'χειραγωγός'}