Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

χειμάζω
χειμαίνω
χείμαρος
χειμάρροος
χειμασίᾱ
χειμασκέω
χειμερίζω
χειμερινός
χειμέριος
χειμών
χειμωνοτύπος
χείρ
χειραγωγέω
χειραγωγός
χειραπτάζω
χειρί
χειριδωτός
χειρίζω
χείριος
χειρῑ́ς
χειρισμός
View word page
χειμωνο-τύπος
χειμωνο-τύποςονadjτύπτω of a squallstorm-batteringA.

ShortDef

buffeting stormily

Debugging

Headword:
χειμωνοτύπος
Headword (normalized):
χειμωνοτύπος
Headword (normalized/stripped):
χειμωνοτυπος
IDX:
19932
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-19933
Key:
χειμωνοτύπος

Data

{'headword_display': '<b>χειμωνο-τύπος</b>', 'content': '<AE><HG><HL>χειμωνο-τύπος</HL><Infl>ον</Infl><PS>adj</PS><Ety><Ref>τύπτω</Ref></Ety></HG> <aS1><Indic>of a squall</Indic><Tr>storm-battering</Tr><Au>A.</Au></aS1> </AE>', 'key': 'χειμωνοτύπος'}