Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

χείλιοι
χεῖλος
χεῖμα
χειμάδιον
χειμάζω
χειμαίνω
χείμαρος
χειμάρροος
χειμασίᾱ
χειμασκέω
χειμερίζω
χειμερινός
χειμέριος
χειμών
χειμωνοτύπος
χείρ
χειραγωγέω
χειραγωγός
χειραπτάζω
χειρί
χειριδωτός
View word page
χειμερίζω
χειμερίζωvb spend the winterw.adv.prep.phr.in a particular placeHdt.

ShortDef

pass the winter

Debugging

Headword:
χειμερίζω
Headword (normalized):
χειμερίζω
Headword (normalized/stripped):
χειμεριζω
IDX:
19928
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-19929
Key:
χειμερίζω

Data

{'headword_display': '<b>χειμερίζω</b>', 'content': '<VE><vHG><HL>χειμερίζω</HL><PS>vb</PS></vHG> <vS1> <Tr>spend the winter</Tr><Cmpl><GLbl>w.adv.<or/>prep.phr.</GLbl>in a particular place<Au>Hdt.</Au></Cmpl> </vS1> </VE>', 'key': 'χειμερίζω'}