Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

χειᾱ́
χείλιοι
χεῖλος
χεῖμα
χειμάδιον
χειμάζω
χειμαίνω
χείμαρος
χειμάρροος
χειμασίᾱ
χειμασκέω
χειμερίζω
χειμερινός
χειμέριος
χειμών
χειμωνοτύπος
χείρ
χειραγωγέω
χειραγωγός
χειραπτάζω
χειρί
View word page
χειμασκέω
χειμασκέωcontr.vbἀσκέω of an armyperform winter exercises, spend the winter in trainingPlb.

ShortDef

to exercise oneself in winter

Debugging

Headword:
χειμασκέω
Headword (normalized):
χειμασκέω
Headword (normalized/stripped):
χειμασκεω
IDX:
19927
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-19928
Key:
χειμασκέω

Data

{'headword_display': '<b>χειμασκέω</b>', 'content': '<VE><vHG><HL>χειμασκέω</HL><PS>contr.vb</PS><Ety><Ref>ἀσκέω</Ref></Ety></vHG> <vS1> <Indic>of an army</Indic><Tr>perform winter exercises, spend the winter in training</Tr><Au>Plb.</Au> </vS1> </VE>', 'key': 'χειμασκέω'}