Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

χαυνόω
χαύνωμα
χαύνωσις
χεζητιάω
χέζω
χεῖ
χειᾱ́
χείλιοι
χεῖλος
χεῖμα
χειμάδιον
χειμάζω
χειμαίνω
χείμαρος
χειμάρροος
χειμασίᾱ
χειμασκέω
χειμερίζω
χειμερινός
χειμέριος
χειμών
View word page
χειμάδιον
χειμάδιονουn winter quartersfor troopsD. Plu.pl.

ShortDef

a winter-dwelling, winter-quarters

Debugging

Headword:
χειμάδιον
Headword (normalized):
χειμάδιον
Headword (normalized/stripped):
χειμαδιον
IDX:
19921
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-19922
Key:
χειμάδιον

Data

{'headword_display': '<b>χειμάδιον</b>', 'content': '<NE><HG><HL>χειμάδιον</HL><Infl>ου</Infl><PS>n</PS></HG> <nS1><Tr>winter quarters<Expl>for troops</Expl></Tr><Au>D. Plu.<LblR>pl.</LblR></Au></nS1></NE>', 'key': 'χειμάδιον'}