Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

χαροπός
χαροπότης
χαρτός
Χάρυβδις
Χάρων
χασκάζω
χάσκω
χάσμα
χασμάομαι
χάσμη
χάσμημα
χάσομαι
χατέω
χατίζω
χαυλιόδων
χαυνοπολῑ́της
χαυνόπρωκτος
χαῦνος
χαυνότης
χαυνόω
χαύνωμα
View word page
χάσμημα
χάσμημαατοςn gapeof a bird's beakAr.

ShortDef

a wide yawn

Debugging

Headword:
χάσμημα
Headword (normalized):
χάσμημα
Headword (normalized/stripped):
χασμημα
IDX:
19902
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-19903
Key:
χάσμημα

Data

{'headword_display': '<b>χάσμημα</b>', 'content': "<NE><HG><HL>χάσμημα</HL><Infl>ατος</Infl><PS>n</PS></HG> <nS1><Tr>gape<Expl>of a bird's beak</Expl></Tr><Au>Ar.</Au></nS1></NE>", 'key': 'χάσμημα'}