Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

χαριδώτης
χαρίεις
χαριεντίζομαι
χαριεντισμός
χαρίζομαι
χάρις
χαρῑ́σιος
χαριστήρια
χαριτίᾱ
χαριτογλωσσέω
χαριτόομαι
χαριτόφωνος
χαριτώνυμος
χάρμα
χάρμη
χαρμονή
χαρμόσυνα
χαρμόφρων
χαροπός
χαροπότης
χαρτός
View word page
χαριτόομαι
χαριτόομαιpass.contr.vb be shown favourby GodNT.

ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
χαριτόομαι
Headword (normalized):
χαριτόομαι
Headword (normalized/stripped):
χαριτοομαι
IDX:
19884
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-19885
Key:
χαριτόομαι

Data

{'headword_display': '<b>χαριτόομαι</b>', 'content': '<VE><vHG><HL>χαριτόομαι</HL><PS>pass.contr.vb</PS></vHG> <vS1> <Tr>be shown favour<Expl>by God</Expl></Tr><Au>NT.</Au> </vS1> </VE>', 'key': 'χαριτόομαι'}