Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

χάρη
χαριδώτης
χαρίεις
χαριεντίζομαι
χαριεντισμός
χαρίζομαι
χάρις
χαρῑ́σιος
χαριστήρια
χαριτίᾱ
χαριτογλωσσέω
χαριτόομαι
χαριτόφωνος
χαριτώνυμος
χάρμα
χάρμη
χαρμονή
χαρμόσυνα
χαρμόφρων
χαροπός
χαροπότης
View word page
χαριτογλωσσέω
χαριτογλωσσέωcontr.vbγλῶσσα speak to pleaseA.

ShortDef

to speak to please, gloze with the tongue

Debugging

Headword:
χαριτογλωσσέω
Headword (normalized):
χαριτογλωσσέω
Headword (normalized/stripped):
χαριτογλωσσεω
IDX:
19883
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-19884
Key:
χαριτογλωσσέω

Data

{'headword_display': '<b>χαριτογλωσσέω</b>', 'content': '<VE><vHG><HL>χαριτογλωσσέω</HL><PS>contr.vb</PS><Ety><Ref>γλῶσσα</Ref></Ety></vHG> <vS1> <Tr>speak to please</Tr><Au>A.</Au> </vS1> </VE>', 'key': 'χαριτογλωσσέω'}