Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

χαρακτήρ
χαράκωμα
χαράκωσις
χάραξ
χαραξίποντος
χαράσσω
χάρη
χαριδώτης
χαρίεις
χαριεντίζομαι
χαριεντισμός
χαρίζομαι
χάρις
χαρῑ́σιος
χαριστήρια
χαριτίᾱ
χαριτογλωσσέω
χαριτόομαι
χαριτόφωνος
χαριτώνυμος
χάρμα
View word page
χαριεντισμός
χαριεντισμόςοῦm light-heartedness, jestingPl.

ShortDef

wittiness, wit

Debugging

Headword:
χαριεντισμός
Headword (normalized):
χαριεντισμός
Headword (normalized/stripped):
χαριεντισμος
IDX:
19877
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-19878
Key:
χαριεντισμός

Data

{'headword_display': '<b>χαριεντισμός</b>', 'content': '<NE><HG><HL>χαριεντισμός</HL><Infl>οῦ</Infl><PS>m</PS></HG> <nS1><Tr>light-heartedness, jesting</Tr><Au>Pl.</Au></nS1></NE>', 'key': 'χαριεντισμός'}