Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

χαρακόω
χαρακτήρ
χαράκωμα
χαράκωσις
χάραξ
χαραξίποντος
χαράσσω
χάρη
χαριδώτης
χαρίεις
χαριεντίζομαι
χαριεντισμός
χαρίζομαι
χάρις
χαρῑ́σιος
χαριστήρια
χαριτίᾱ
χαριτογλωσσέω
χαριτόομαι
χαριτόφωνος
χαριτώνυμος
View word page
χαριεντίζομαι
χαριεντίζομαιmid.vb make a joke, jestPl.

ShortDef

to be witty, to jest

Debugging

Headword:
χαριεντίζομαι
Headword (normalized):
χαριεντίζομαι
Headword (normalized/stripped):
χαριεντιζομαι
IDX:
19876
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-19877
Key:
χαριεντίζομαι

Data

{'headword_display': '<b>χαριεντίζομαι</b>', 'content': '<VE><vHG><HL>χαριεντίζομαι</HL><PS>mid.vb</PS></vHG> <vS1> <Tr>make a joke, jest</Tr><Au>Pl.</Au> </vS1> </VE>', 'key': 'χαριεντίζομαι'}