Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

χαρᾱ́
χάραγμα
χαράδρᾱ
χαραδριός
χαραδρόομαι
χάραδρος
χαρακοποιίᾱ
χαρακόω
χαρακτήρ
χαράκωμα
χαράκωσις
χάραξ
χαραξίποντος
χαράσσω
χάρη
χαριδώτης
χαρίεις
χαριεντίζομαι
χαριεντισμός
χαρίζομαι
χάρις
View word page
χαράκωσις
χαράκωσιςεωςf construction of a palisadeLycurg. Plu.

ShortDef

a palisading

Debugging

Headword:
χαράκωσις
Headword (normalized):
χαράκωσις
Headword (normalized/stripped):
χαρακωσις
IDX:
19869
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-19870
Key:
χαράκωσις

Data

{'headword_display': '<b>χαράκωσις</b>', 'content': '<NE><HG><HL>χαράκωσις</HL><Infl>εως</Infl><PS>f</PS></HG> <nS1><Tr>construction of a palisade</Tr><Au>Lycurg. Plu.</Au></nS1></NE>', 'key': 'χαράκωσις'}