Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

χανδάνω
χανδόν
χανεῖν
χᾱός
χάος
χαρᾱ́
χάραγμα
χαράδρᾱ
χαραδριός
χαραδρόομαι
χάραδρος
χαρακοποιίᾱ
χαρακόω
χαρακτήρ
χαράκωμα
χαράκωσις
χάραξ
χαραξίποντος
χαράσσω
χάρη
χαριδώτης
View word page
χάραδρος
χάραδροςουm ravinePlu.

ShortDef

torrents

Debugging

Headword:
χάραδρος
Headword (normalized):
χάραδρος
Headword (normalized/stripped):
χαραδρος
IDX:
19864
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-19865
Key:
χάραδρος

Data

{'headword_display': '<b>χάραδρος</b>', 'content': '<NE><HG><HL>χάραδρος</HL><Infl>ου</Infl><PS>m</PS></HG> <nS1><Tr>ravine</Tr><Au>Plu.</Au></nS1></NE>', 'key': 'χάραδρος'}