Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

χαλυβδικός
Χάλυβες
χάλυψ
χαμάδις
χαμᾶζε
χαμᾶθεν
χαμαί
χαμαιγενής
χαμαιεύνης
χαμαίζηλος
χαμαικοίτης
χαμαιλέων
χαμαιπετής
χαμαιριφής
χαμαιτύπη
χάμευνα
χαμευνίς
χαμηλός
χαμόθεν
χᾱ́ν
χανδάνω
View word page
χαμαι-κοίτης
χαμαι-κοίτηςουmasc.adjκοίτη of ascetic priestssleeping on the groundS.

ShortDef

sleeping on the ground

Debugging

Headword:
χαμαικοίτης
Headword (normalized):
χαμαικοίτης
Headword (normalized/stripped):
χαμαικοιτης
IDX:
19844
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-19845
Key:
χαμαικοίτης

Data

{'headword_display': '<b>χαμαι-κοίτης</b>', 'content': '<AE><HG><HL>χαμαι-κοίτης</HL><Infl>ου</Infl><PS>masc.adj</PS><Ety><Ref>κοίτη</Ref></Ety></HG> <aS1><Indic>of ascetic priests</Indic><Tr>sleeping on the ground</Tr><Au>S.</Au></aS1> </AE>', 'key': 'χαμαικοίτης'}