Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

χάλκωμα
χαλυβδικός
Χάλυβες
χάλυψ
χαμάδις
χαμᾶζε
χαμᾶθεν
χαμαί
χαμαιγενής
χαμαιεύνης
χαμαίζηλος
χαμαικοίτης
χαμαιλέων
χαμαιπετής
χαμαιριφής
χαμαιτύπη
χάμευνα
χαμευνίς
χαμηλός
χαμόθεν
χᾱ́ν
View word page
χαμαί-ζηλος
χαμαί-ζηλοςουmapp.reltd.ζῆλος low stoolPl.

ShortDef

seeking the ground, low-growing, dwarf

Debugging

Headword:
χαμαίζηλος
Headword (normalized):
χαμαίζηλος
Headword (normalized/stripped):
χαμαιζηλος
IDX:
19843
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-19844
Key:
χαμαίζηλος

Data

{'headword_display': '<b>χαμαί-ζηλος</b>', 'content': '<NE><HG><HL>χαμαί-ζηλος</HL><Infl>ου</Infl><PS>m</PS><Ety>app.reltd.<Ref>ζῆλος</Ref></Ety></HG> <nS1><Tr>low stool</Tr><Au>Pl.</Au></nS1></NE>', 'key': 'χαμαίζηλος'}