Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

χαλκοτυπική
χαλκοτύπος
χαλκουργεῖον
χαλκουργική
χαλκοῦς
χαλκοφάλαρος
χαλκόφι
χαλκοχάρμᾱς
χαλκοχίτων
χάλκωμα
χαλυβδικός
Χάλυβες
χάλυψ
χαμάδις
χαμᾶζε
χαμᾶθεν
χαμαί
χαμαιγενής
χαμαιεύνης
χαμαίζηλος
χαμαικοίτης
View word page
χαλυβδικός
χαλυβδικόςή όνadjΧάλυβες of a contest, i.e. battleof iron, of steelE.

ShortDef

Chalybian, steel

Debugging

Headword:
χαλυβδικός
Headword (normalized):
χαλυβδικός
Headword (normalized/stripped):
χαλυβδικος
IDX:
19834
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-19835
Key:
χαλυβδικός

Data

{'headword_display': '<b>χαλυβδικός</b>', 'content': '<AE><HG><HL>χαλυβδικός</HL><Infl>ή όν</Infl><PS>adj</PS><Ety><Ref>Χάλυβες</Ref></Ety></HG> <aS1><Indic>of a contest, i.e. battle</Indic><Tr>of iron, of steel</Tr><Au>E.</Au></aS1></AE>', 'key': 'χαλυβδικός'}