Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

χαλκοπώγων
χαλκός
χαλκόστομος
χαλκοτειχής
χαλκότευκτος
χαλκότοξος
χαλκότορος
χαλκοτυπική
χαλκοτύπος
χαλκουργεῖον
χαλκουργική
χαλκοῦς
χαλκοφάλαρος
χαλκόφι
χαλκοχάρμᾱς
χαλκοχίτων
χάλκωμα
χαλυβδικός
Χάλυβες
χάλυψ
χαμάδις
View word page
χαλκουργική
χαλκουργικήῆςf art of casting bronzeArist.

ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
χαλκουργική
Headword (normalized):
χαλκουργική
Headword (normalized/stripped):
χαλκουργικη
IDX:
19827
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-19828
Key:
χαλκουργική

Data

{'headword_display': '<b>χαλκουργική</b>', 'content': '<NE><HG><HL>χαλκουργική</HL><Infl>ῆς</Infl><PS>f</PS></HG> <nS1><Tr>art of casting bronze</Tr><Au>Arist.</Au></nS1></NE>', 'key': 'χαλκουργική'}