Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

χαλκόπυλος
χαλκοπώγων
χαλκός
χαλκόστομος
χαλκοτειχής
χαλκότευκτος
χαλκότοξος
χαλκότορος
χαλκοτυπική
χαλκοτύπος
χαλκουργεῖον
χαλκουργική
χαλκοῦς
χαλκοφάλαρος
χαλκόφι
χαλκοχάρμᾱς
χαλκοχίτων
χάλκωμα
χαλυβδικός
Χάλυβες
χάλυψ
View word page
χαλκουργεῖον
χαλκουργεῖονουnχαλκουργός bronze-smith, copper-miner app.copper-minePlb.

ShortDef

copper-mine

Debugging

Headword:
χαλκουργεῖον
Headword (normalized):
χαλκουργεῖον
Headword (normalized/stripped):
χαλκουργειον
IDX:
19826
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-19827
Key:
χαλκουργεῖον

Data

{'headword_display': '<b>χαλκουργεῖον</b>', 'content': '<NE><HG><HL>χαλκουργεῖον</HL><Infl>ου</Infl><PS>n</PS><Ety><Gr>χαλκουργός</Gr> <ital>bronze-smith, copper-miner</ital></Ety></HG> <nS1><Qualif>app.</Qualif><Tr>copper-mine</Tr><Au>Plb.</Au></nS1></NE>', 'key': 'χαλκουργεῖον'}