Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

χαλκόπεδος
χαλκόπλευρος
χαλκοπληθής
χαλκόπληκτος
χαλκόπους
χαλκόπυλος
χαλκοπώγων
χαλκός
χαλκόστομος
χαλκοτειχής
χαλκότευκτος
χαλκότοξος
χαλκότορος
χαλκοτυπική
χαλκοτύπος
χαλκουργεῖον
χαλκουργική
χαλκοῦς
χαλκοφάλαρος
χαλκόφι
χαλκοχάρμᾱς
View word page
χαλκό-τευκτος
χαλκό-τευκτοςονadjτεύχω of doorsmade from bronzeE.

ShortDef

made of brass

Debugging

Headword:
χαλκότευκτος
Headword (normalized):
χαλκότευκτος
Headword (normalized/stripped):
χαλκοτευκτος
IDX:
19821
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-19822
Key:
χαλκότευκτος

Data

{'headword_display': '<b>χαλκό-τευκτος</b>', 'content': '<AE><HG><HL>χαλκό-τευκτος</HL><Infl>ον</Infl><PS>adj</PS><Ety><Ref>τεύχω</Ref></Ety></HG> <aS1><Indic>of doors</Indic><Tr>made from bronze</Tr><Au>E.</Au></aS1> </AE>', 'key': 'χαλκότευκτος'}