Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

χαλκόομαι
χαλκοπάρῃος
χαλκόπεδος
χαλκόπλευρος
χαλκοπληθής
χαλκόπληκτος
χαλκόπους
χαλκόπυλος
χαλκοπώγων
χαλκός
χαλκόστομος
χαλκοτειχής
χαλκότευκτος
χαλκότοξος
χαλκότορος
χαλκοτυπική
χαλκοτύπος
χαλκουργεῖον
χαλκουργική
χαλκοῦς
χαλκοφάλαρος
View word page
χαλκό-στομος
χαλκό-στομοςονadjστόμα of a trumpetwith bronze mouthS. of a ship's beaktipped with bronzeA.

ShortDef

with brasen mouth

Debugging

Headword:
χαλκόστομος
Headword (normalized):
χαλκόστομος
Headword (normalized/stripped):
χαλκοστομος
IDX:
19819
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-19820
Key:
χαλκόστομος

Data

{'headword_display': '<b>χαλκό-στομος</b>', 'content': "<AE><HG><HL>χαλκό-στομος</HL><Infl>ον</Infl><PS>adj</PS><Ety><Ref>στόμα</Ref></Ety></HG> <aS1><Indic>of a trumpet</Indic><Tr>with bronze mouth</Tr><Au>S.</Au></aS1> <aS1><Indic>of a ship's beak</Indic><Tr>tipped with bronze</Tr><Au>A.</Au></aS1></AE>", 'key': 'χαλκόστομος'}