Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

χαλκόκροτος
χαλκόκτυπος
χαλκοκώδων
χαλκομίτρᾱς
χαλκόνωτος
χαλκόομαι
χαλκοπάρῃος
χαλκόπεδος
χαλκόπλευρος
χαλκοπληθής
χαλκόπληκτος
χαλκόπους
χαλκόπυλος
χαλκοπώγων
χαλκός
χαλκόστομος
χαλκοτειχής
χαλκότευκτος
χαλκότοξος
χαλκότορος
χαλκοτυπική
View word page
χαλκό-πληκτος
χαλκό-πληκτοςονadjπλήσσω of an axeof beaten bronzeS.or perh. striking with bronze blade

ShortDef

smiting with brasen edge

Debugging

Headword:
χαλκόπληκτος
Headword (normalized):
χαλκόπληκτος
Headword (normalized/stripped):
χαλκοπληκτος
IDX:
19814
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-19815
Key:
χαλκόπληκτος

Data

{'headword_display': '<b>χαλκό-πληκτος</b>', 'content': '<AE><HG><HL>χαλκό-πληκτος</HL><Infl>ον</Infl><PS>adj</PS><Ety><Ref>πλήσσω</Ref></Ety></HG> <aS1><Indic>of an axe</Indic><Tr>of beaten bronze</Tr><Au>S.</Au><Extra>or perh. <ital>striking with bronze blade</ital></Extra></aS1> </AE>', 'key': 'χαλκόπληκτος'}