Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

χαλκοκορυστής
χαλκόκρᾱς
χαλκόκροτος
χαλκόκτυπος
χαλκοκώδων
χαλκομίτρᾱς
χαλκόνωτος
χαλκόομαι
χαλκοπάρῃος
χαλκόπεδος
χαλκόπλευρος
χαλκοπληθής
χαλκόπληκτος
χαλκόπους
χαλκόπυλος
χαλκοπώγων
χαλκός
χαλκόστομος
χαλκοτειχής
χαλκότευκτος
χαλκότοξος
View word page
χαλκό-πλευρος
χαλκό-πλευροςονadjπλευρᾱ́ of an urnbronze-sidedS.

ShortDef

with sides of brass

Debugging

Headword:
χαλκόπλευρος
Headword (normalized):
χαλκόπλευρος
Headword (normalized/stripped):
χαλκοπλευρος
IDX:
19812
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-19813
Key:
χαλκόπλευρος

Data

{'headword_display': '<b>χαλκό-πλευρος</b>', 'content': '<AE><HG><HL>χαλκό-πλευρος</HL><Infl>ον</Infl><PS>adj</PS><Ety><Ref>πλευρᾱ́</Ref></Ety></HG> <aS1><Indic>of an urn</Indic><Tr>bronze-sided</Tr><Au>S.</Au></aS1> </AE>', 'key': 'χαλκόπλευρος'}