Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

χαλκόδετος
χαλκοθώρᾱξ
χαλκοκνήμῑς
χαλκοκορυστής
χαλκόκρᾱς
χαλκόκροτος
χαλκόκτυπος
χαλκοκώδων
χαλκομίτρᾱς
χαλκόνωτος
χαλκόομαι
χαλκοπάρῃος
χαλκόπεδος
χαλκόπλευρος
χαλκοπληθής
χαλκόπληκτος
χαλκόπους
χαλκόπυλος
χαλκοπώγων
χαλκός
χαλκόστομος
View word page
χαλκόομαι
χαλκόομαιpass.contr.vb of a warriorbe decked out in bronze armourPi.

ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
χαλκόομαι
Headword (normalized):
χαλκόομαι
Headword (normalized/stripped):
χαλκοομαι
IDX:
19809
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-19810
Key:
χαλκόομαι

Data

{'headword_display': '<b>χαλκόομαι</b>', 'content': '<VE><vHG><HL>χαλκόομαι</HL><PS>pass.contr.vb</PS></vHG> <vS1> <Indic>of a warrior</Indic><Tr>be decked out in bronze armour</Tr><Au>Pi.</Au> </vS1> </VE>', 'key': 'χαλκόομαι'}