Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

χαλκήλατος
χαλκήρης
Χαλκιδεύς
χαλκίοικος
χαλκίον
χάλκιος
χαλκίς
Χαλκίς
χαλκοάρᾱς
χαλκοβαρής
χαλκοβατής
χαλκοβόᾱς
χαλκόγενυς
χαλκογλώχῑν
χαλκοδαίδαλος
χαλκοδάμᾱς
χαλκόδετος
χαλκοθώρᾱξ
χαλκοκνήμῑς
χαλκοκορυστής
χαλκόκρᾱς
View word page
χαλκο-βατής
χαλκο-βατήςέςadjβαίνω of a palacebronze-flooredHom.

ShortDef

standing on brass, with brasen base

Debugging

Headword:
χαλκοβατής
Headword (normalized):
χαλκοβατής
Headword (normalized/stripped):
χαλκοβατης
IDX:
19793
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-19794
Key:
χαλκοβατής

Data

{'headword_display': '<b>χαλκο-βατής</b>', 'content': '<AE><HG><HL>χαλκο-βατής</HL><Infl>ές</Infl><PS>adj</PS><Ety><Ref>βαίνω</Ref></Ety></HG> <aS1><Indic>of a palace</Indic><Tr>bronze-floored</Tr><Au>Hom.</Au></aS1></AE>', 'key': 'χαλκοβατής'}