Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

χαλκεόγομφος
χαλκεοθώρηξ
χαλκεοκάρδιος
χαλκεόκρᾱνος
χαλκεόκτυπος
χαλκεομήστωρ
χαλκέοπλος
χάλκεος
χαλκεόστερνος
χαλκεοτευχής
χαλκεόφωνος
χάλκευμα
χαλκεύς
χαλκευτικός
χαλκεύω
χαλκεών
χαλκήιον
χαλκήιος
χαλκήλατος
χαλκήρης
Χαλκιδεύς
View word page
χαλκεό-φωνος
χαλκεό-φωνοςονadjφωνή of Stentor, Cerberusbrazen-voiced, loud-voicedIl. Hes.

ShortDef

with voice of brass

Debugging

Headword:
χαλκεόφωνος
Headword (normalized):
χαλκεόφωνος
Headword (normalized/stripped):
χαλκεοφωνος
IDX:
19775
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-19776
Key:
χαλκεόφωνος

Data

{'headword_display': '<b>χαλκεό-φωνος</b>', 'content': '<AE><HG><HL>χαλκεό-φωνος</HL><Infl>ον</Infl><PS>adj</PS><Ety><Ref>φωνή</Ref></Ety></HG> <aS1><Indic>of Stentor, Cerberus</Indic><Tr>brazen-voiced, loud-voiced</Tr><Au>Il. Hes.</Au></aS1></AE>', 'key': 'χαλκεόφωνος'}