Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

χαλκείᾱ
χαλκεῖον
χάλκειος
χαλκέλατος
χαλκέμβολος
χαλκεντής
χαλκεόγομφος
χαλκεοθώρηξ
χαλκεοκάρδιος
χαλκεόκρᾱνος
χαλκεόκτυπος
χαλκεομήστωρ
χαλκέοπλος
χάλκεος
χαλκεόστερνος
χαλκεοτευχής
χαλκεόφωνος
χάλκευμα
χαλκεύς
χαλκευτικός
χαλκεύω
View word page
χαλκεό-κτυπος
χαλκεό-κτυποςονadjκτύπος of battlewith the clash of bronzeB.

ShortDef

with clang of bronze

Debugging

Headword:
χαλκεόκτυπος
Headword (normalized):
χαλκεόκτυπος
Headword (normalized/stripped):
χαλκεοκτυπος
IDX:
19769
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-19770
Key:
χαλκεόκτυπος

Data

{'headword_display': '<b>χαλκεό-κτυπος</b>', 'content': '<AE><HG><HL>χαλκεό-κτυπος</HL><Infl>ον</Infl><PS>adj</PS><Ety><Ref>κτύπος</Ref></Ety></HG> <aS1><Indic>of battle</Indic><Tr>with the clash of bronze</Tr><Au>B.</Au></aS1></AE>', 'key': 'χαλκεόκτυπος'}