Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

χαλκεγχής
χαλκείᾱ
χαλκεῖον
χάλκειος
χαλκέλατος
χαλκέμβολος
χαλκεντής
χαλκεόγομφος
χαλκεοθώρηξ
χαλκεοκάρδιος
χαλκεόκρᾱνος
χαλκεόκτυπος
χαλκεομήστωρ
χαλκέοπλος
χάλκεος
χαλκεόστερνος
χαλκεοτευχής
χαλκεόφωνος
χάλκευμα
χαλκεύς
χαλκευτικός
View word page
χαλκεό-κρᾱνος
χαλκεό-κρᾱνοςονadjκρᾱνίον1 of an arrowbronze-tippedB.

ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
χαλκεόκρᾱνος
Headword (normalized):
χαλκεόκρᾱνος
Headword (normalized/stripped):
χαλκεοκρανος
IDX:
19768
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-19769
Key:
χαλκεόκρᾱνος

Data

{'headword_display': '<b>χαλκεό-κρᾱνος</b>', 'content': '<AE><HG><HL>χαλκεό-κρᾱνος</HL><Infl>ον</Infl><PS>adj</PS><Ety><Ref>κρᾱνίον<Hm>1</Hm></Ref></Ety></HG> <aS1><Indic>of an arrow</Indic><Tr>bronze-tipped</Tr><Au>B.</Au></aS1></AE>', 'key': 'χαλκεόκρᾱνος'}