Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

χάλκασπις
χαλκεγχής
χαλκείᾱ
χαλκεῖον
χάλκειος
χαλκέλατος
χαλκέμβολος
χαλκεντής
χαλκεόγομφος
χαλκεοθώρηξ
χαλκεοκάρδιος
χαλκεόκρᾱνος
χαλκεόκτυπος
χαλκεομήστωρ
χαλκέοπλος
χάλκεος
χαλκεόστερνος
χαλκεοτευχής
χαλκεόφωνος
χάλκευμα
χαλκεύς
View word page
χαλκεο-κάρδιος
χαλκεο-κάρδιοςονadjκαρδίᾱ of Heraklesbronze-heartedstout-heartedTheoc.

ShortDef

with heart of brass

Debugging

Headword:
χαλκεοκάρδιος
Headword (normalized):
χαλκεοκάρδιος
Headword (normalized/stripped):
χαλκεοκαρδιος
IDX:
19767
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-19768
Key:
χαλκεοκάρδιος

Data

{'headword_display': '<b>χαλκεο-κάρδιος</b>', 'content': '<AE><HG><HL>χαλκεο-κάρδιος</HL><Infl>ον</Infl><PS>adj</PS><Ety><Ref>καρδίᾱ</Ref></Ety></HG> <aS1><Indic>of Herakles</Indic><Def>bronze-hearted</Def><Tr>stout-hearted</Tr><Au>Theoc.</Au></aS1></AE>', 'key': 'χαλκεοκάρδιος'}