Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

χαλκάρματος
χάλκασπις
χαλκεγχής
χαλκείᾱ
χαλκεῖον
χάλκειος
χαλκέλατος
χαλκέμβολος
χαλκεντής
χαλκεόγομφος
χαλκεοθώρηξ
χαλκεοκάρδιος
χαλκεόκρᾱνος
χαλκεόκτυπος
χαλκεομήστωρ
χαλκέοπλος
χάλκεος
χαλκεόστερνος
χαλκεοτευχής
χαλκεόφωνος
χάλκευμα
View word page
χαλκεο-θώρηξ
χαλκεο-θώρηξηκοςIon.masc.fem.adjθώρᾱξ of warriors, demigodswith bronze cuirassIl. Theoc.

ShortDef

with breastplate of bronze; bronze - cuirassed

Debugging

Headword:
χαλκεοθώρηξ
Headword (normalized):
χαλκεοθώρηξ
Headword (normalized/stripped):
χαλκεοθωρηξ
IDX:
19766
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-19767
Key:
χαλκεοθώρηξ

Data

{'headword_display': '<b>χαλκεο-θώρηξ</b>', 'content': '<AE><HG><HL>χαλκεο-θώρηξ</HL><Infl>ηκος</Infl><PS>Ion.masc.fem.adj</PS><Ety><Ref>θώρᾱξ</Ref></Ety></HG> <aS1><Indic>of warriors, demigods</Indic><Tr>with bronze cuirass</Tr><Au>Il. Theoc.</Au></aS1></AE>', 'key': 'χαλκεοθώρηξ'}