Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

χαλίφρων
χαλκάρματος
χάλκασπις
χαλκεγχής
χαλκείᾱ
χαλκεῖον
χάλκειος
χαλκέλατος
χαλκέμβολος
χαλκεντής
χαλκεόγομφος
χαλκεοθώρηξ
χαλκεοκάρδιος
χαλκεόκρᾱνος
χαλκεόκτυπος
χαλκεομήστωρ
χαλκέοπλος
χάλκεος
χαλκεόστερνος
χαλκεοτευχής
χαλκεόφωνος
View word page
χαλκεό-γομφος
χαλκεό-γομφοςονadjχάλκεοςγόμφος of a chestwith bronze boltsrivetsSimon.

ShortDef

brass-riveted

Debugging

Headword:
χαλκεόγομφος
Headword (normalized):
χαλκεόγομφος
Headword (normalized/stripped):
χαλκεογομφος
IDX:
19765
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-19766
Key:
χαλκεόγομφος

Data

{'headword_display': '<b>χαλκεό-γομφος</b>', 'content': '<AE><HG><HL>χαλκεό-γομφος</HL><Infl>ον</Infl><PS>adj</PS><Ety><Ref>χάλκεος</Ref><Ref>γόμφος</Ref></Ety></HG> <aS1><Indic>of a chest</Indic><Tr>with bronze bolts<or/>rivets</Tr><Au>Simon.</Au></aS1></AE>', 'key': 'χαλκεόγομφος'}