Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

χαλεπός
χαλεπότης
χαλέπτω
χαλεστραῖον
χαλίκρητος
χαλῑνοποιικός
χαλῑνός
χαλῑνοφάγος
χαλῑνόω
χαλῑ́νωσις
χαλῑνωτήρια
χάλιξ
χάλις
χαλιφρονέω
χαλιφροσύνη
χαλίφρων
χαλκάρματος
χάλκασπις
χαλκεγχής
χαλκείᾱ
χαλκεῖον
View word page
χαλῑνωτήρια
χαλῑνωτήριαωνn.pl fig.bridling-ropesw.gen.of ships, i.e. mooring-cablesE.

ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
χαλῑνωτήρια
Headword (normalized):
χαλῑνωτήρια
Headword (normalized/stripped):
χαλινωτηρια
IDX:
19750
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-19751
Key:
χαλῑνωτήρια

Data

{'headword_display': '<b>χαλῑνωτήρια</b>', 'content': '<NE><HG><HL>χαλῑνωτήρια</HL><Infl>ων</Infl><PS>n.pl</PS></HG> <nS1><Indic>fig.</Indic><Tr>bridling-ropes<Expl><GLbl>w.gen.</GLbl>of ships, i.e. mooring-cables</Expl></Tr><Au>E.</Au></nS1></NE>', 'key': 'χαλῑνωτήρια'}