Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

χάλασμα
χαλάω
Χαλδαῖοι
χαλεπαίνω
χαλεπήρης
χαλεπός
χαλεπότης
χαλέπτω
χαλεστραῖον
χαλίκρητος
χαλῑνοποιικός
χαλῑνός
χαλῑνοφάγος
χαλῑνόω
χαλῑ́νωσις
χαλῑνωτήρια
χάλιξ
χάλις
χαλιφρονέω
χαλιφροσύνη
χαλίφρων
View word page
χαλῑνο-ποιικός
χαλῑνο-ποιικόςή όνadjχαλῑνόςποιέω fem.sb.art of making bridlesArist.

ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
χαλῑνοποιικός
Headword (normalized):
χαλῑνοποιικός
Headword (normalized/stripped):
χαλινοποιικος
IDX:
19745
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-19746
Key:
χαλῑνοποιικός

Data

{'headword_display': '<b>χαλῑνο-ποιικός</b>', 'content': '<AE><HG><HL>χαλῑνο-ποιικός</HL><Infl>ή όν</Infl><PS>adj</PS><Ety><Ref>χαλῑνός</Ref><Ref>ποιέω</Ref></Ety></HG> <aS1><SGrm><GLbl>fem.sb.</GLbl><Def>art of making bridles</Def><Au>Arist.</Au></SGrm></aS1></AE>', 'key': 'χαλῑνοποιικός'}