Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

ζῡμῑ́της
ζῡμόομαι
ζῡ́μωμα
ζῡ́μωσις
ζῶ
ζωᾱ́
ζωάγρια
ζωγραφέω
ζωγράφημα
ζωγραφίᾱ
ζωγραφικός
ζωγράφος
ζωγρέω
ζωγρίᾱ
ζῴδια
ζῳδιακός
ζωέμεν
ζωή
ζῳηδόν
ζωθάλμιος
ζώιον
View word page
ζωγραφικός
ζωγραφικόςή όνadj of a personskilled in paintingPl. X.of the artof paintingPlb.

ShortDef

skilled in painting

Debugging

Headword:
ζωγραφικός
Headword (normalized):
ζωγραφικός
Headword (normalized/stripped):
ζωγραφικος
IDX:
19669
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-19670
Key:
ζωγραφικός

Data

{'headword_display': '<b>ζωγραφικός</b>', 'content': '<AE><HG><HL>ζωγραφικός</HL><Infl>ή όν</Infl><PS>adj</PS></HG> <aS1><Indic>of a person</Indic><Tr>skilled in painting</Tr><Au>Pl. X.</Au></aS1><aS1><Indic>of the art</Indic><Tr>of painting</Tr><Au>Plb.</Au></aS1></AE>', 'key': 'ζωγραφικός'}