Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

ζυγωτός
ζῡ́μη
ζῡμῑ́της
ζῡμόομαι
ζῡ́μωμα
ζῡ́μωσις
ζῶ
ζωᾱ́
ζωάγρια
ζωγραφέω
ζωγράφημα
ζωγραφίᾱ
ζωγραφικός
ζωγράφος
ζωγρέω
ζωγρίᾱ
ζῴδια
ζῳδιακός
ζωέμεν
ζωή
ζῳηδόν
View word page
ζωγράφημα
ζωγράφημαατοςn that which is created by paintingpainting, picturePl. Plu.

ShortDef

a picture

Debugging

Headword:
ζωγράφημα
Headword (normalized):
ζωγράφημα
Headword (normalized/stripped):
ζωγραφημα
IDX:
19667
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-19668
Key:
ζωγράφημα

Data

{'headword_display': '<b>ζωγράφημα</b>', 'content': '<NE><HG><HL>ζωγράφημα</HL><Infl>ατος</Infl><PS>n</PS></HG> <nS1><Def>that which is created by painting</Def><Tr>painting, picture</Tr><Au>Pl. Plu.</Au></nS1></NE>', 'key': 'ζωγράφημα'}