Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

ζυγόδεσμον
ζυγομαχέω
ζυγόν
ζυγοστατέομαι
ζυγωθρίζω
ζύγωμα
ζυγωτός
ζῡ́μη
ζῡμῑ́της
ζῡμόομαι
ζῡ́μωμα
ζῡ́μωσις
ζῶ
ζωᾱ́
ζωάγρια
ζωγραφέω
ζωγράφημα
ζωγραφίᾱ
ζωγραφικός
ζωγράφος
ζωγρέω
View word page
ζῡ́μωμα
ζῡ́μωμαατοςn fermented mixturePl.

ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
ζῡ́μωμα
Headword (normalized):
ζῡ́μωμα
Headword (normalized/stripped):
ζυμωμα
IDX:
19661
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-19662
Key:
ζῡ́μωμα

Data

{'headword_display': '<b>ζῡ́μωμα</b>', 'content': '<NE><HG><HL>ζῡ́μωμα</HL><Infl>ατος</Infl><PS>n</PS></HG> <nS1><Tr>fermented mixture</Tr><Au>Pl.</Au></nS1></NE>', 'key': 'ζῡ́μωμα'}