Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

ζύγιος
ζυγόδεσμον
ζυγομαχέω
ζυγόν
ζυγοστατέομαι
ζυγωθρίζω
ζύγωμα
ζυγωτός
ζῡ́μη
ζῡμῑ́της
ζῡμόομαι
ζῡ́μωμα
ζῡ́μωσις
ζῶ
ζωᾱ́
ζωάγρια
ζωγραφέω
ζωγράφημα
ζωγραφίᾱ
ζωγραφικός
ζωγράφος
View word page
ζῡμόομαι
ζῡμόομαιpass.contr.vb of wheatmealbe leavenedNT.

ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
ζῡμόομαι
Headword (normalized):
ζῡμόομαι
Headword (normalized/stripped):
ζυμοομαι
IDX:
19660
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-19661
Key:
ζῡμόομαι

Data

{'headword_display': '<b>ζῡμόομαι</b>', 'content': '<VE><vHG><HL>ζῡμόομαι</HL><PS>pass.contr.vb</PS></vHG> <vS1><Indic>of wheatmeal</Indic><Tr>be leavened</Tr><Au>NT.</Au> </vS1> </VE>', 'key': 'ζῡμόομαι'}