Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

ζύγαστρον
ζυγέω
ζυγηφόρος
ζύγιος
ζυγόδεσμον
ζυγομαχέω
ζυγόν
ζυγοστατέομαι
ζυγωθρίζω
ζύγωμα
ζυγωτός
ζῡ́μη
ζῡμῑ́της
ζῡμόομαι
ζῡ́μωμα
ζῡ́μωσις
ζῶ
ζωᾱ́
ζωάγρια
ζωγραφέω
ζωγράφημα
View word page
ζυγωτός
ζυγωτόςή όνadj of a chariot teamyokedS.

ShortDef

yoked

Debugging

Headword:
ζυγωτός
Headword (normalized):
ζυγωτός
Headword (normalized/stripped):
ζυγωτος
IDX:
19657
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-19658
Key:
ζυγωτός

Data

{'headword_display': '<b>ζυγωτός</b>', 'content': '<AE><HG><HL>ζυγωτός</HL><Infl>ή όν</Infl><PS>adj</PS></HG> <aS1><Indic>of a chariot team</Indic><Tr>yoked</Tr><Au>S.</Au></aS1></AE>', 'key': 'ζυγωτός'}