Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

ζηλότυπος
ζηλόω
ζηλώματα
ζήλωσις
ζηλωτής
ζηλωτικός
ζηλωτός
ζημίᾱ
ζημιόω
ζημιώδης
ζημίωμα
ζημίωσις
Ζήν
ζῆν
Ζήνων
ζήσω
ζῆτα
ζῆτε
ζητέω
ζήτημα
ζητήσιμος
View word page
ζημίωμα
ζημίωμαατοςn punishment imposedpenaltyPl. X.

ShortDef

a penalty, fine

Debugging

Headword:
ζημίωμα
Headword (normalized):
ζημίωμα
Headword (normalized/stripped):
ζημιωμα
IDX:
19621
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-19622
Key:
ζημίωμα

Data

{'headword_display': '<b>ζημίωμα</b>', 'content': '<NE><HG><HL>ζημίωμα</HL><Infl>ατος</Infl><PS>n</PS></HG> <nS1><Def>punishment imposed</Def><Tr>penalty</Tr><Au>Pl. X.</Au></nS1></NE>', 'key': 'ζημίωμα'}