Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

ζηλήμων
ζῆλος
ζηλοσύνη
ζηλοτυπέω
ζηλοτυπίᾱ
ζηλότυπος
ζηλόω
ζηλώματα
ζήλωσις
ζηλωτής
ζηλωτικός
ζηλωτός
ζημίᾱ
ζημιόω
ζημιώδης
ζημίωμα
ζημίωσις
Ζήν
ζῆν
Ζήνων
ζήσω
View word page
ζηλωτικός
ζηλωτικόςή όνadj of personsof the jealousemulous kindArist.

ShortDef

emulous

Debugging

Headword:
ζηλωτικός
Headword (normalized):
ζηλωτικός
Headword (normalized/stripped):
ζηλωτικος
IDX:
19616
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-19617
Key:
ζηλωτικός

Data

{'headword_display': '<b>ζηλωτικός</b>', 'content': '<AE><HG><HL>ζηλωτικός</HL><Infl>ή όν</Infl><PS>adj</PS></HG> <aS1><Indic>of persons</Indic><Tr>of the jealous<or/>emulous kind</Tr><Au>Arist.</Au> </aS1></AE>', 'key': 'ζηλωτικός'}