Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

Ζεῦξις
Ζεύς
Ζέφυρος
ζέω
ζῆ
ζηλήμων
ζῆλος
ζηλοσύνη
ζηλοτυπέω
ζηλοτυπίᾱ
ζηλότυπος
ζηλόω
ζηλώματα
ζήλωσις
ζηλωτής
ζηλωτικός
ζηλωτός
ζημίᾱ
ζημιόω
ζημιώδης
ζημίωμα
View word page
ζηλό-τυπος
ζηλό-τυποςονadjτύπτω struck by jealousyjealous Ar. Men.

ShortDef

jealous

Debugging

Headword:
ζηλότυπος
Headword (normalized):
ζηλότυπος
Headword (normalized/stripped):
ζηλοτυπος
IDX:
19611
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-19612
Key:
ζηλότυπος

Data

{'headword_display': '<b>ζηλό-τυπος</b>', 'content': '<AE><HG><HL>ζηλό-τυπος</HL><Infl>ον</Infl><PS>adj</PS><Ety><Ref>τύπτω</Ref></Ety></HG> <aS1><Def>struck by jealousy</Def><Tr>jealous</Tr> <Au>Ar. Men.</Au> </aS1></AE>', 'key': 'ζηλότυπος'}