Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

ζευγοτρόφος
ζευκτήριος
ζεῦξις
Ζεῦξις
Ζεύς
Ζέφυρος
ζέω
ζῆ
ζηλήμων
ζῆλος
ζηλοσύνη
ζηλοτυπέω
ζηλοτυπίᾱ
ζηλότυπος
ζηλόω
ζηλώματα
ζήλωσις
ζηλωτής
ζηλωτικός
ζηλωτός
ζημίᾱ
View word page
ζηλοσύνη
ζηλοσύνηηςf jealousy, envyhHom.

ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
ζηλοσύνη
Headword (normalized):
ζηλοσύνη
Headword (normalized/stripped):
ζηλοσυνη
IDX:
19608
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-19609
Key:
ζηλοσύνη

Data

{'headword_display': '<b>ζηλοσύνη</b>', 'content': '<NE><HG><HL>ζηλοσύνη</HL><Infl>ης</Infl><PS>f</PS></HG> <nS1><Tr>jealousy, envy</Tr><Au>hHom.</Au> </nS1> </NE>', 'key': 'ζηλοσύνη'}